-
1 соединение
1. (деталей болтами, сваркой, клёпкой и т.п.) η ένωση, η σύνδεσηвильчатое - мех. о διχαλωτός σύνδεσμοςзаклёпочное - η (καθ)ηλωτή σύνδεση, η ηλοσύνδεση-- заклёпочное однорядное{}двухрядное{}{}трёхрядное{} η ηλοσύνδεση απλής/ διπλής/τριπλής σειράς- заклёпочное шахматное - διά ήλων κατά διαγωνίων, разг. - με σειρά ζιγκ-ζάγκнеразъёмное - η μη λυόμενη/σταθερή σύνδεσηразъёмное - η λυόμενη/εξαρμόσιμη σύνδεσηстыковое - см. - встык телескопическое - τηλεσκοπική -штыковое - ο λογχοειδής αρμός, ο στυλι-δωτός σύνδεσμος2. (эл., рад.) η σύνδεσηпараллельное - эл. παράλληλη -последовательное эл. - εν σειράсмешанное - эл. μ(ε)ικτή -3. хим. η ένωσηлетучее - πτητική -, ευεξάτμιστη -предельное - см. насыщенное -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > соединение
-
2 вещество
η ύλη, η ουσία, το υλικόвзрывчатое - εκρηκτική -, το εκρηκτικόдиамагнитное - το διαμαγνητικό υλικό/ουσίαдубящее - δεψική -, τανινή -костное - см. остеинминеральное - ορυκτή -, η μεταλλική ουσίαосаждающее - της κατακρήμνισης, το μέσον κατακρήμνι-σηςотравляющее - η δηλητηριώδης/τοξική ουσίαохлаждающее - ψυκτική -, το ψυκτικόпарамагнитное - το παραμαγνητικό υλικό/ουσίαрадиоактивное - η ραδιενεργός ουσία/υλικόсерое - (мозга) анат. η φαιά ουσίαсмазочное - το λιπαντικό, η λιπαντική ουσίαтвёрдое - η στερεά ουσία/ύληферромагнитное - το σίδηρο μαγνητικό υλικό/ουσίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вещество